μεταμορφωτικός

μεταμορφωτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή μπορεί να προκαλέσει μεταμόρφωση: Έγιναν μεταμορφωτικές προσπάθειες στον τομέα του τουρισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταμορφωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή αυτός που προκαλεί μεταμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”