- μεταμορφωτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή μπορεί να προκαλέσει μεταμόρφωση: Έγιναν μεταμορφωτικές προσπάθειες στον τομέα του τουρισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.